γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
τοξύλινη σανίδα πάνω στην οποία κόβεται το κρέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + σανίδι].