λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
κραυγμός, ὁ (Μ)
κραυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραυγ- (πρβλ. κραυγή, κραυγάζω) + κατάλ. -μός (πρβλ. κρωγμός, στεναγ-μός)].