κροτητικός

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ή, όν,

   A plausible, αἴτησις Dosith. p.427 K.

Greek Monolingual

κροτητικός, -ή, -όν (Α) κροτώ
αυτός στον οποίο αξίζει επιδοκιμασία ή έπαινος.