ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
Full diacritics: κρῡμώσσω | Medium diacritics: κρυμώσσω | Low diacritics: κρυμώσσω | Capitals: ΚΡΥΜΩΣΣΩ |
Transliteration A: krymṓssō | Transliteration B: krymōssō | Transliteration C: krymosso | Beta Code: krumw/ssw |
A to be stiff with cold, Theognost.Can.21.
κρυμώσσω: ῥιγῶ, κρυώνω, Θεογνώστ. Κανόν. 21. 15.
κρυμώσσω (Μ)
αισθάνομαι ρίγος, κρυώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. -ώσσω (πρβλ. αγρ-ώσσω, ακρ-ώσσω)].