οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
κρουσόλυρος, -ον (Μ)αυτός που παίζεται με λύρα («κρουσόλυρον ᾆσμα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κρούω + λύρα.