κυκλιακός

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλιακός Medium diacritics: κυκλιακός Low diacritics: κυκλιακός Capitals: ΚΥΚΛΙΑΚΟΣ
Transliteration A: kykliakós Transliteration B: kykliakos Transliteration C: kykliakos Beta Code: kukliako/s

English (LSJ)

ή, όν, only neut. pl., τὰ κ.

   A treatise on the circle, by Philippus of Opus, Suid.s.v. φιλόσοφος.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλιακός: -ή, -όν, κυκλικός, τά κ., πραγματεία περὶ κύκλου, Σουΐδ.

Greek Monolingual

κυκλιακός, -ή, -όν (Α) κύκλος
1. αυτός που αναφέρεται στον κύκλο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κυκλιακά τίτλος συγγράμματος του Φιλίππου του Οπουντίου.