κυματοτρόφος

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

German (Pape)

[Seite 1530] Wellen ernährend, Rhett.; – κυματότροφος, in den Wellen, im Meere ernährt, Conj. für das Folgde.

Greek Monolingual

κυματοτρόφος, -ον (Α)
(για τη θάλασσα) αυτός που τρέφει τα κύματα («οἷον εἰ μέλλων εἰπεῑν θάλασσαν οὐκ εἴπης, ἀλλὰ τὴν ὑγρὰν τὴν κυματοτρόφον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. γενειο-τρόφος, ιερακο-τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ., κατ' αντίθεση προς το προπαροξύτονο κυματό-τροφος, του οποίου η σημ. είναι παθητική].