κυστίκερκος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source

Greek Monolingual

ο
ζωολ. το τελικό προνυμφικό στάδιο τών ταινιών, το οποίο έχει μορφή κύστης γεμάτης υγρό, στα εσωτερικά τοιχώματα της οποίας αναπτύσσεται η σκωληκοκεφαλή τών παρασίτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cysticerque < cysti- (πρβλ. κυστεο-) + cerque (< νεολατ. cercus < κέρκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργ. Μαραμήτσα].