κωδίκελλος
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
ο (AM κωδίκελλος, Α και κωδίκιλλος)
διάταξη τελευταίας βούλησης του διαθέτη, η οποία συμπληρώνει ή τροποποιεί τη διαθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. codic-illus, υποκορ. του codex «δέλτος»].