κῶμο
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
for κῶμος, barbarism in Ar.Th.1176.
German (Pape)
[Seite 1544] statt κῶμος, sagt der Scythe bei Ar. Th. 1176.
Greek (Liddell-Scott)
κῶμο: ἀντὶ κῶμον, βαρβαρισμὸς ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1176.
Greek Monolingual
κῶμο (Α)
κώμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός βαρβαρισμός στον Αριστοφάνη].