κωνόκαρπος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A pine-cone, Gloss.
Greek Monolingual
κωνόκαρπος, ὁ (Α)
ο καρπός του πεύκου, το κουκουνάρι.
Full diacritics: κωνόκαρπος | Medium diacritics: κωνόκαρπος | Low diacritics: κωνόκαρπος | Capitals: ΚΩΝΟΚΑΡΠΟΣ |
Transliteration A: kōnókarpos | Transliteration B: kōnokarpos | Transliteration C: konokarpos | Beta Code: kwno/karpos |
ὁ,
A pine-cone, Gloss.
κωνόκαρπος, ὁ (Α)
ο καρπός του πεύκου, το κουκουνάρι.