λαδομπογιά
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Greek Monolingual
η
1. πυκυή βαφή που παρασκευάζεται με ανάμιξη λαδιού —λινελαίου— και χρωστικής ουσίας, ελαιόχρωμα
2. συνεκδ. ελαιογραφία, ζωγραφικός πίνακας φιλοτεχνημένος με ελαιοχρώματα.