Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαθούρι

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

και λαθύρι, το
(Μ λαθούριν και λαθύριον)
1. κοινή, σήμερα, ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λάθυρος
2. ο καρπός τών φυτών του είδους αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαθούρι(ν) < λαθύριον (υποκορ. του λάθυρος) με κώφωση].