εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
μορίες (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μερῑται, κοινωνοί».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος.