μισοβράζω

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. βράζω κάτι όχι εντελώς, το αφήνω μισοβρασμένο ή σχεδόν άβραστο
2. μένω σχεδόν άβραστος, βράζω λίγο, όχι εντελώς ή όσο πρέπει («το κρέας μισόβρασε»).