μονοπάλης

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοπάλης Medium diacritics: μονοπάλης Low diacritics: μονοπάλης Capitals: ΜΟΝΟΠΑΛΗΣ
Transliteration A: monopálēs Transliteration B: monopalēs Transliteration C: monopalis Beta Code: monopa/lhs

English (LSJ)

Ion. μουνο- [ᾰ], ου, ὁ,

   A one who conquers in wrestling only (or in single bouts), Epigr. ap. Paus.6.4.6.

German (Pape)

[Seite 204] ὁ, poet. μουνοπάλης, allein, im Zweikampfe ringend, Epigr. b. Paus. 6, 4, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μονοπάλης: Ἰων. μουν-, ου, ὁ, ὁ μόνον ἐν πάλῃ νικῶν, οὐχὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀγῶσιν, Ἐπίγρ. παρὰ Παυσ. 6. 4, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μουνοπάλαι· οἱ μόνῃ πάλῃ νικῶντες».

Greek Monolingual

μονοπάλης, ιων. τ. μουνοπάλης, ὁ (Α)
αυτός που νικά μόνο στην πάλη και όχι σε άλλα αγωνίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πάλης (< πάλη)].