μεγαλότολμος
From LSJ
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
ον,
A greatly adventurous, J.AJ5.1.29, App.Syr.10 (Comp.), Luc.Alex.8.
German (Pape)
[Seite 107] Großes wagend, kühn, Luc. Alex. 8 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλότολμος: -ον, ὁ μεγάλα τολμῶν, τολμηρός, ῥιψοκίνδυνος, Λουκ. Ἀλέξ. 8· ― Ἐπίρρ. -μως, Νικήτ. Παφλ. Ἐγκ. εἰς Ἅγ. Εὐστ. σ. 54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une grande hardiesse, audacieux.
Étymologie: μέγας, τόλμα.
Greek Monolingual
μεγαλότολμος, -ον (Α)
πολύ τολμηρός, ριψοκίνδυνος.
επίρρ...
μεγαλοτόλμως (Μ)
με μεγάλη τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + τόλμη.