μικρομύκητας

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
συν. στον πληθ. οι μικρομύκητες
μύκητες μικρών διαστάσεων που είναι αντικείμενο μελέτης μόνο με το μικροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Προμηθεύς.