Μολώχ

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και Μολόχ, ο
1. αρχαίος θεός τών Αμμωνιτών και τών Μωαβιτών, στον οποίο προσφέρονταν ανθρώπινα θύματα και ιδίως παιδιά
2. μτφ. θεός της ωμότητας, της ανθρωποσφαγής και της απανθρωπιάς («θυσιάστηκαν χιλιάδες άνθρωποι στον Μολώχ του πολέμου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοινικ. mōlek «βασιλιάς»].