μόροττον
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
τό,
A basket made of bark, used in festivals of Demeter, Hsch.
German (Pape)
[Seite 208] τό, nach Hesych. πλέγμα ἐκ φλοιοῦ, im Dienste der Ceres gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
μόροττον: τό, «ἐκ φλοιοῦ πλέγμα τι, ᾦ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῖς Δημητρίοις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μόροττον, τὸ (Α)
κατά τον Ησύχ.) «ἐκ φλοιοῡ πλέγμά τι, ᾧ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῑς Δημητρίοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.].