ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
μανῶ, -όω (Α) μανόςκάνω κάτι πορώδες ή αραιό, χαλαρώνω, αραιώνω, μαλακώνω.