χαλάω
English (LSJ)
A.Eu.219, etc., Ep. 3pl.
A χαλόωσιν Opp.H.2.451; Aeol. 3pl. χόλαισι Alc.18.9 codd. Heraclit.: fut. χᾰλάσω [λᾰ] Hp.Aër.8, Epid.7.80: aor. ἐχάλᾰσα A.Pr.177 (anap.), Hp.Epid.7.23, etc.; Ep. χάλασσα h.Ap.6, pl. subj. χαλάσσομεν Alc.Supp.23.10; Dor. part.χᾰλάξαις Pi.P.1.6; 3sg. fut. or aor. subj. χαλάξει (dub. sens.) Berl.Sitzb.1927.164 (Cyrene):—Med., Ep. aor. χαλάσαντο A.R. 2.1264:—Pass., aor. ἐχαλάσθην, subj. χᾰλασθῇ A.Pr.991, Pl. Phd.86c: pf. κεχάλασμαι AP9.297 (Antip.), App.Mith.74, Plot. 4.3.16: plpf. ἐκεχάλαστο Aristid.1.315J. I trans., slacken, loosen, χ. βιόν, τόξα, unstring the bow, h.Ap.6, h.Hom.27.12; χ. τὰ νεῦρα, opp. συντείνειν, Pl.Phd.98d; χ. τὸν πόδα, of a ship, v. πούς 11.2: metaph., τὰ τῆς πολιτείας χ., opp. ἐπιτείνειν, Plu.2.827b:—Pass., opp. ἐπιτείνεσθαι, Pl.Phd.86c, 94c; χαλᾶσθαι καὶ διαφθείρεσθαι Id.Lg.653c; χαλᾶσθαι ὑπὸ τῆς ἡδονῆς Porph.Marc.7. 2 let down, let fall, πτέρυγα χαλάξαις Pi.l.c.; χαλάσας ὀλίγον τὸ μέτωπον having unbent the brow, Ar.V.655 (anap.); μαστοὺς χάλασον, says the Cyclops to his ewe, E.Cyc.55 (lyr.); κράββατον, δίκτυα χ., Ev.Marc. 2.4, Ev.Luc.5.5; τὴν ἱερὰν ἄγκυραν Suid.; dip in a liquid, εἰς αἷμα PMag.Par.1.2886; soak, PHolm.14.33:—Med., ἱστὸν χαλάσαντο lowered it, A.R.2.1264. 3 let loose, release, τινὰ ἐκ δεσμῶν A.Pr. 177 (anap.); abs., let go, slacken one's hold, μηδαμῇ χάλα ib.58. 4 ἡνίας χ. slacken the reins, esp. in metaph. sense, χ. τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Pl.Prt.338a, cf. E.Fr.409. 5 κλῇθρα χ. loose the bars or bolts, i.e. undo or open the door, S.Ant.1187, E.Hipp.808; κλῇδας Id.Med.1314; χ. τοὺς μοχλούς Ar.Lys.310; but also πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε A.Ch.879. 6 loosen or undo things drawn tightly together, χ. κρεμαστὴν ἀρτάνην S.OT1266; χ. πᾶν κάλυμμ' ἀπ' ὀφθαλμῶν Id.El.1468; χ. δεσμά E.Andr.577; ἀσκόν Id.Cyc.161; τὸ στόμα X.Eq.6.8:—Pass., τὰ χαλώμενα ὅπλα Hp.Art.43; πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμά A.Pr.991. 7 of the bowels, etc., ὑγρὰ χ. Hp.Prorrh.1.99, cf. Coac.20; ἢν αἱ μῆτραι μὴ χαλάσωσι τὰ ἐπιμήνια Id.Mul.1.61. 8 metaph., τὴν ὀργήν χ. let it go, Ar.V.727 (anap.); χ. [τὸν νόον] ἐς ὄψιν τινός Ti.Locr.104c; χ. ἐπιθυμίαν Plu.2.133a; τὸ βαρὺ καὶ ἀμειδές Alciphr.3.3; remit, μήτε τῆς προνοίας χαλώσης τὴν . . ὑπεροχήν Procl.Inst. 122; τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν relaxed the strict principle that . . Pl.Sph.242e:—Pass., to be softened, λίθος εἰς ὑγρότητα κεχαλασμένος Callistr.Stat.5; also κεχαλάσθαι εἰς τὸ αὐτεξούσιον to have free play, opp. συντετάχθαι, Plot.4.3.16. II intr., become slack or loose, opp. συντείνω, Pl.Phd.98d; χόλαισιν ἄγκυρραι Alc.18.9 (s. v.l.); ζῶναι χαλῶσι E.Ba.935; πύλαι χαλῷσαι open gates, X.Cyr.7.5.29: metaph. c. gen., have a remission of, χαλάσσομεν τὰς θυμοβόρω λύας Alc.Supp.23.10; τί χαλᾷ μανιῶν; A.Pr.1057 (anap.); (also abs., S.OC203 (lyr.), 840); relax, φρονήματος χ. E.Fr.716; τῆς ὀργῆς Ar.Av.383 (troch.); [τὸ ὂν] χαλάσαν τῆς τοῦ ἑνὸς ἁπλότητος Dam.Pr.13. 2 c. dat. pers., χ. τινι give way or yield to any one, be indulgent to him, εἰ τοῖσιν . . κτείνουσιν ἀλλήλους χαλᾷς A.Eu.219; χάλα τοκεῦσιν E.Hec.403; with gen. add., μοι τῆς ἀρχῆς χάλασον Pl.Men.86e, cf. Plu.Lyc.7: abs., give way, εἴκειν ὁδοῦ χαλῶντα τοῖς κακίοσιν E.Ion637. 3 abs., grow slack or weak, ἐπειδὰν αἱ ἐπιθυμίαι παύσωνται κατατείνουσαι καὶ χαλάσωσι Id.R.329c; abate, χαλάσει ὁ παγετός Hp.Aër.8; ὀδύνη Id.Acut.16.