λαιμόδεσμος

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source

Greek Monolingual

ο
ναυτ. ναυτικός κόμβος που αποτελείται από δύο επάλληλους δεσμούς και που χρησιμοποιείται για την άρση ή μετακίνηση βαριών αντικειμένων, αλλ. λαιμοδέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δεσμός (πρβλ. αλυσό-δεσμος, χειρό-δεσμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].