Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
λαθασιά, ἡ (Μ)φρ. «μὲ λαθασιά» — από άγνοια, ακούσια, απερίσκεπτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λαθαίνω + κατάλ. -ασιά (πρβλ. ζεστ-ασιά, χορτ-ασιά)].