λείκτης
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
Full diacritics: λείκτης | Medium diacritics: λείκτης | Low diacritics: λείκτης | Capitals: ΛΕΙΚΤΗΣ |
Transliteration A: leíktēs | Transliteration B: leiktēs | Transliteration C: leiktis | Beta Code: lei/kths |
ου, ὁ, (λείχω) = Lat.
A cunnilingus, Sch.Ar.Pax883, Teucer in Cat.Cod.Astr.8(4).196.
λείκτης, ὁ (Α) λείχω
γλείφτης, αυτός που γλείφει.