Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
[Seite 27] ὁ, der Ehebrecher, Orac. Sib.
λεκτροκλόπος: (κλέπτω) μοιχός, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 178.
λεκτροκλόπος, ὁ (Α)
μοιχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. κυνο-κλόπος, φρενο-κλόπος].