λεπραίνομαι
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
A = λεπρύνομαι (q.v.), Nic.Th.156.
Greek Monolingual
λεπραίνομαι (Α)
βλ. λεπρύνομαι.