Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Full diacritics: λευκόπῡρος | Medium diacritics: λευκόπυρος | Low diacritics: λευκόπυρος | Capitals: ΛΕΥΚΟΠΥΡΟΣ |
Transliteration A: leukópyros | Transliteration B: leukopyros | Transliteration C: lefkopyros | Beta Code: leuko/puros |
ὁ,
A fine wheat, in pl., Ph.1.614, 669.
[Seite 34] = σεμίδαλις, Philo.
λευκόπῡρος: ὁ, σεμίδαλις, ἐν τῷ πληθ., Φίλων 1. 614, 669.
λευκόπυρος, ὁ (Α)
αλεύρι εκλεκτής ποιότητας, σιμιγδαλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + πυρός «αλεύρι»].