λιβαδοτόπι
From LSJ
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
Greek Monolingual
το, και λιβαδότοπος, ο (Μ λιβαδοτόπι και λιβαδότοπον)
1. τόπος γεμάτος λιβάδια
2. λιβάδι, βοσκότοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιβαδοτόπιον, υποκορ. του λιβαδότοπος < λιβάδι + τόπος.