λιβαδοτόπι
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
Greek Monolingual
το, και λιβαδότοπος, ο (Μ λιβαδοτόπι και λιβαδότοπον)
1. τόπος γεμάτος λιβάδια
2. λιβάδι, βοσκότοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιβαδοτόπιον, υποκορ. του λιβαδότοπος < λιβάδι + τόπος.