λινάτσα

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source

Greek Monolingual

η
1. χοντρό ύφασμα από λίνο ή κάναβη που χρησιμεύει για τη συσκευασία εμπορευμάτων, ιδίως για την κατασκευή σάκων
2. κομμάτι από φθαρμένο σάκο που χρησιμοποιείται ως σφουγγαρόπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λινό + κατάλ. -άτσα, πρβλ. μπουγ-άτσα].