λιγυμακρόφωνος
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English (LSJ)
ον, epith. of heralds, Tim.Pers.232.
Greek Monolingual
λιγυμακρόφωνος, -ον (Α)
(ως επίθ. τών κηρύκων) αυτός που έχει λιγυρά και μακρά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + μακρόφωνος.