λιπουρία
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
η
ιατρ. η παρουσία λιπιδίων στα ούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lipurie < lip(o)- (< λίπος) + -urie (< οὖρον)].