λινόστημα

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

λινόστημα, τὸ (Α)
ύφασμα από λινάρι και μαλλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στῆμα, παρλλ. τ. του στήμων.