Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
λινόστημα, τὸ (Α)ύφασμα από λινάρι και μαλλί.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στῆμα, παρλλ. τ. του στήμων.