στῆμα
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
English (LSJ)
-ατος, τό,
A the exterior part of the membrum virile, Ruf.Onom. 101, Sat.Gon.5, Poll.2.171.
II stamen of a flower, Hsch.
III as nautical term, prob. = σταμίν, Id.
IV shaft or bearing in which axle of slip-hook works, Hero Bel.76.6.
German (Pape)
[Seite 941] τό, = στήμιον, der vorstehende Teil in der männlichen Ruthe. Poll. 2, 171 u. Rutus. – Die Adern zu beiden Seiten der mittelsten Hauptrippe des Blattes, Theophr. – In der Schiffersprache = σταμίν, Hesych.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
partie extérieure du membre viril, « la hampe ».
Étymologie: ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
στῆμα: τό, τὸ ἐξωτερικὸν μέρος τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ, Πολυδ. Β΄, 171. ΙΙ. ὁ στήμων ἄνθους, Ἡσύχ. ΙΙΙ. ὡς ναυτικὸς ὅρος, πιθαν. = σταμίν, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
το / στῆμα, -ήματος, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. το κοράκι
αρχ.
1. το προεξέχον εξωτερικό τμήμα του ανδρικού μορίου
2. βάθρο στο οποίο περιστρέφεται άξονας
3. (κατά τον Ησύχ.) α) (ως ναυτ. όρος) πιθ. η σταμίνα
β) ο στήμονας του άνθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. στήμων σχηματισμένος από το θ. του ἵστημι με κατάλ. -μα, ο οποίος αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. sthā-man «τοποθεσία»].
Frisk Etymological English
See also: s. στήμων.
Frisk Etymology German
στῆμα: {stē̃ma}
See also: s. στήμων.
Page 2,796