λιπόφιλος

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205

Greek Monolingual

η, -ο
(βιοχ.-χημ.) αυτός που παρουσιάζει σημαντική χημική συγγένεια με τα μόρια ενός κατ' εξοχήν λιπαρού οργανικού μέσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lipophile < lip(o)- (< λίπος) + -phile (< φίλος)].