ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
λοξοεργῶ, -έω (Μ)
εργάζομαι λοξά ή κάνω κακές πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + -εργῶ (< -εργός < ἔργον), πρβλ. λιν-εργώ, συν-εργώ].