λόξωση

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

η (AM λόξωσις) λοξώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λοξώνω, η λόξευση («ἀναρμόστως ἔχειν τὰ κλίματα διὰ τὴν λόξωσιν», Στράβ.)
νεοελλ.
φρ. «λόξωση της εκλειπτικής»
αστρον. η γωνία που σχηματίζεται από τα επίπεδα της εκλειπτικής και του ουράνιου ισημερινού και που η τιμή της κυμαίνεται γύρω στις 23027'
μσν.
(για λόγο) ασάφεια.