λόξωση
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
Greek Monolingual
η (AM λόξωσις) λοξώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λοξώνω, η λόξευση («ἀναρμόστως ἔχειν τὰ κλίματα διὰ τὴν λόξωσιν», Στράβ.)
νεοελλ.
φρ. «λόξωση της εκλειπτικής»
αστρον. η γωνία που σχηματίζεται από τα επίπεδα της εκλειπτικής και του ουράνιου ισημερινού και που η τιμή της κυμαίνεται γύρω στις 23027'
μσν.
(για λόγο) ασάφεια.