λυχναύγημα
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
λυχναύγημα: τό, αὐγή, λάμψις λύχνου, Acta et diplom. Gr. cd. Miclos. et Mül. σ. 61.
λυχναύγημα, τὸ (Α)
λάμψη λύχνου.