η1. χοντρό ραβδί με γυριστή λαβή, βακτηρία2. φρ. «έγινε σαν μαγκούρα» — κυρτώθηκε, στράβωσε.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μακκούρα. Η αρχική σημ. της λ. ήταν «ξύλο τριγωνικό που το τοποθετούσαν στον λαιμό τών ζώων για να μην μπαίνουν σε ξένα κτήματα»].