μακροημέρευση

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

η (AM μακροημέρευσις) μακροημερεύω
η παράταση τών ημερών της ζωής, μακροβιότητα, μακροζωία («χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν», ΠΔ)
νεοελλ.
η μεγάλη διάρκεια ενός γεγονότος.