μακροημέρευση
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Greek Monolingual
η (AM μακροημέρευσις) μακροημερεύω
η παράταση τών ημερών της ζωής, μακροβιότητα, μακροζωία («χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν», ΠΔ)
νεοελλ.
η μεγάλη διάρκεια ενός γεγονότος.