μακρόσυρτος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για λόγο, ομιλία κ.λπ.) αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια ή που είναι απλωμένος σε έκταση
2. (για άσμα, μουσική, μελωδία, φωνή κ.λπ.) αυτός που έχει αργό, νωχελικό ρυθμό («μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας», Κ. Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + συρτός < σύρω.