μαργαρίτα
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Greek Monolingual
η
κοινή ονομασία διαφόρων φυτών του γένους χρυσάνθεμο, που ανήκει στην οικογένεια τών συνθέτων, καθώς και όλων σχεδόν τών φυτών με μαργαριτόμορφα άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. margarita < μαργαρίτης].