μασάζ

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

το
η μάλαξη μερών του σώματος για θεραπευτικούς ή αισθητικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. massage < masser «τρίβω» < αραβ. massa «χαϊδεύω, τρίβω»].