ματαιόκομπος
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ον,
A idly boasting, Sch.Ar.Ach.589.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰταιόκομπος: -ον, ὁ ματαίως κομπάζων, ἀλαζών, κενόδοξος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 589.
Greek Monolingual
ματαιόκομπος, -ον (Α)
αυτός που μάταια υπερηφανεύεται, αλαζόνας, κενόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόμπος (πρβλ. γλωσσό-κομπος, μελί-κομπος)].