ματαιότητα

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

η (ΑM ματαιότης, -ητος)
μάταιος
η ιδιότητα του μάταιου, το να είναι κάτι χωρίς σκοπό, περιεχόμενο ή ωφέλειαματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης», ΠΔ)
μσν.
φθορά («ἡ κτίσις ὑπετάχθη εἰς τὴν ματαιότητα», Χριστ. διδασκ.)
ĮĮ αρχ. αφροσύνη, απερισκεψία.