μεθυδώτης

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A giver of wine, of Dionysus, AP9.524.13, Orph.H. 47.1.

German (Pape)

[Seite 114] ὁ, = μεθυδότης, Bacchus, Hymn. in Bacch. 13 (IX, 524); Orph. H.

Greek (Liddell-Scott)

μεθῠδώτης: -ου, ὁ, ὁ διδοὺς ἢ παρέχων οἶνον, Ἀνθ. Π. 9. 524, Ὀρφ. Ὕμν. 46. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui donne le vin.
Étymologie: μέθυ, δίδωμι.

Greek Monolingual

μεθυδώτης και μεθυδότης, ὁ (Α)
(ως προσωνυμία του θεού Διονύσου) αυτός που δίδει ή παρέχει κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + δώτης και δότης (< δίδωμι), πρβλ. ξενο-δώτης.