μεγαλεία

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248

Greek Monolingual

η (Μ μεγαλεία)
στον πληθ. κοσμικές τιμές, αξιώματα
νεοελλ.
μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, μεγαλοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το ουσ. μεγαλείο με αλλαγή γένους ή ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μεγαλείος].